χρυσόρραπις

From LSJ

μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσόρρᾰπις Medium diacritics: χρυσόρραπις Low diacritics: χρυσόρραπις Capitals: ΧΡΥΣΟΡΡΑΠΙΣ
Transliteration A: chrysórrapis Transliteration B: chrysorrapis Transliteration C: chrysorrapis Beta Code: xruso/rrapis

English (LSJ)

ιδος, ὁ, ἡ, with wand of gold, epithet of Hermes, Od.5.87, 10.277, h.Merc.539; cf. χρυσόραπις.

French (Bailly abrégé)

άπιδος (ὁ, ἡ)
à la baguette d'or, à la verge d'or.
Étymologie: χρυσός, ῥαπίς.

German (Pape)

[ῡ], ιδος, mit goldener Rute, goldenem Stabe, Hermes, Od. und in hymn.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόρρᾰπις: ῐδος adj. с золотым жезлом (Ἑρμῆς Hom., HH).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόρρᾰπις: -ιδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χρυσοῦν ῥαβδίον, ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ, Ὀδ. Ε. 87, Κ. 277, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 539· πρβλ. χρυσόραπις.

English (Autenrieth)

with wand of gold, Hermes.

Greek Monolingual

και χρυσόραπις, -άπιδος, ὁ, ἡ, Α
(ως προσωνυμία του Ερμού) χρυσόρραβδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ῥαπίς «ράβδος»].

Greek Monotonic

χρῡσόρρᾰπις: -ιδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει χρυσή ράβδο, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

χρῡσόρ-ρᾰπις, ιδος, ὁ, ἡ,
with wand of gold, Od.