ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
-α, -ο, Ν1. αποτελούμενος από χώμα2. πήλινος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χώμα, -ατος + κατάλ. -ένιος (πρβλ. μαρμαρ-ένιος)].