μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone
το, Ν1. η φυματίωση2. μτφ. βάσανο, ταλαιπωρία («είναι χτικιό να πλένεις αυτές τις βρομιές»).[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. χτικιάζω (πρβλ. τρέχω: τρεχιό, φεύγω: φευγιό)].