ψευδίστατος

From LSJ
Revision as of 15:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the titlefree' is worth everything

Source

German (Pape)

[Seite 1394] att. superl. zu ψευδής, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

Sp. irrég. de ψευδής.

Greek Monolingual

-ιστάτη, -ον, ΜΑ
ανώμαλος τ. υπερθ. του ψευδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδής, κατά τα υπερθ. σε -ίστατος (πρβλ. λαλ-ίστατος)].