χρυσόκαρδος
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
-η, -ο, Ν
μτφ. αυτός που έχει καρδιά γεμάτη καλοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -καρδος (< καρδία), πρβλ. λεοντό-καρδος].