αιμορραγία
From LSJ
ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying
Greek Monolingual
η (Α αἱμορραγία)
1. ροή αίματος από αιμοφόρο αγγείο, που οφείλεται σε λύση της συνέχειας του αγγειακού τοιχώματος εξαιτίας τραυματισμού ή άλλης αιτίας
2. γεν.
απώλεια αίματος
νεοελλ.
αποδυνάμωση, εξάντληση (π.χ. «οικονομική αιμορραγία»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἱμορραγῶ.
ΠΑΡ. αιμορραγικός
αρχ.
αἱμορραγώδης.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αιμορραγιογενής, αιμορραγιογόνος].