αιμορραγία

From LSJ
Revision as of 22:40, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying

Source

Greek Monolingual

η (Α αἱμορραγία)
1. ροή αίματος από αιμοφόρο αγγείο, που οφείλεται σε λύση της συνέχειας του αγγειακού τοιχώματος εξαιτίας τραυματισμού ή άλλης αιτίας
2. γεν.
απώλεια αίματος
νεοελλ.
αποδυνάμωση, εξάντληση (π.χ. «οικονομική αιμορραγία»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἱμορραγῶ.
ΠΑΡ. αιμορραγικός
αρχ.
αἱμορραγώδης.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αιμορραγιογενής, αιμορραγιογόνος].