αθεράπευτος
From LSJ
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀθεράπευτος, -ον) θεραπεύω
αυτός που δεν θεραπεύεται ή δεν επιδέχεται θεραπεία, αγιάτρευτος, ανίατος
νεοελλ.
(για καταστάσεις) αδιόρθωτος, ανεπανόρθωτος, φοβερός
αρχ.
1. αυτός στον οποίο δεν παρέχεται φροντίδα, δεν δίνεται προσοχή, παραμελημένος
2. που δεν θεραπεύτηκε, δεν γιατρεύτηκε
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀθεράπευτον
παραμέληση της εμφάνισης του παρουσιαστικού κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + θεραπευτός < θεραπεύω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀθεραπευσία].