αερολογώ
From LSJ
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
(I)
λέγω «λόγια του αέρα», φλυαρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αερολόγος.
ΠΑΡ. αερολόγημα].
(II)
(-έω)
Ι. ενεργ. εκθέτω κάτι στον αέρα, αερίζω