αερολογώ

From LSJ
Revision as of 12:10, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

Greek Monolingual

(I)
λέγω «λόγια του αέρα», φλυαρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αερολόγος.
ΠΑΡ. αερολόγημα].
(II)
(-έω)
Ι. ενεργ. εκθέτω κάτι στον αέρα, αερίζω