αδαμαντόστικτος
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
Greek Monolingual
-η, -ο
ο αδαμαντοστόλιστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδάμας + στίζω (= σκαλίζω)].