ἀνδριαντοπλάστης
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ον, ὁ,
A modeller of statues, Cat.Cod.Astr.8(4).213 (Rhetor.), Eust.206.37.
German (Pape)
[Seite 217] ὁ, = ἀνδριαντογλύφος, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδριαντοπλάστης: -ου, ὁ, ὁ πλάττων (ἐκ πηλοῦ) ἀνδριάντας, Εὐστ. 206. 37.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ escultor Φειδίας ὁ ἀ. Sch.D.22.597, Cat.Cod.Astr.8(4).213, Eust.206.37.