δαιμονιάζομαι
From LSJ
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
English (LSJ)
A = δαιμονίζομαι 111, PMag.Par.1.3007.
Spanish (DGE)
estar poseído por un espíritu δαιμονιαζομένους καθαρίζων A.Paul.ue.12S., πρὸς δαιμονιαζομένους PMag.4.3007, PAnt.66.17 (V d.C.).