διαχαίνω
From LSJ
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
German (Pape)
[Seite 613] aus einander klaffen, den Mund öffnen; διακεχηνυῖα, Plut. sol. an. 30; διαχανόντες, 23.
Greek (Liddell-Scott)
διαχαίνω: διαχάσκω, λίαν χαίνω, Πλούτ. 2. 976Β, 980Β.
French (Bailly abrégé)
ao.2 διέχανον, pf. διακέχηνα;
s’entrouvrir.
Étymologie: διά, χαίνω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [v. pas. aor. inf. διαχῆναι Euagr.Schol.HE 1.17]
1 abrirse, agrietarse ἀρτίσκον Hp.Steril.216, ὁ στρογγύλος ὁ ὑποκάτω τοῦ ἄνθους Thphr.HP 7.13.2, ἡ οἰκοδομή, κἂν μικρὸν διαχάνῃ Chrys.M.61.73, ὥστε μὴ διαχαίνειν τὸ μεταξὺ τοῦ πρέμνου καὶ τοῦ κλήματος Gp.4.12.15
•tb. en v. med.-pas. (ὡς εἰπεῖν) διαχῆναι τὴν γῆν Euagr.Sch.l.c.
2 fig. abrirse, dirigirse πρὸς τοῦτο (τὸ σῶμα) διαχαίνοντες Dam.in Phd.166.