δέψα
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
English (LSJ)
ἡ,
A skin, hide, Suid.
German (Pape)
[Seite 555] ἡ, die gegerbte Haut, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
δέψα: ἡ, ἡ βύρσα ἡ δεδεψημένη, τὸ κατειργασμένον δέρμα, Σουΐδ.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ piel, cuero curtido Zonar.