διακίνημα

From LSJ
Revision as of 11:59, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακῑνημα Medium diacritics: διακίνημα Low diacritics: διακίνημα Capitals: ΔΙΑΚΙΝΗΜΑ
Transliteration A: diakínēma Transliteration B: diakinēma Transliteration C: diakinima Beta Code: diaki/nhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A displacement of a bone, partial dislocation, Hp.Fract.37 (pl.), Gal.19.461, Id. ap. Orib. 47.5.1.

German (Pape)

[Seite 582] τό, ein leichtes Ausweichen der Knochen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

διακίνημα: τό, ἐκτόπισις, ἐκτροπὴ ὀστοῦ τινος, μερικὴ ἐξάρθρωσις, Ἱππ. Ἀγμ. 775· - οὕτω, διακίνησις, εως, ἡ, Γαλην. 12. σ. 456.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic. dislocación, luxación parcial τῶν ὀστέων Hp.Fract.37, cf. Gal.19.461, ἡ τῶν κατ' ἀγκῶνα διακινημάτων θεραπεία ῥᾴστη Gal. en Orib.47.5.1.