ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
Full diacritics: ὠκυδίνητος | Medium diacritics: ὠκυδίνητος | Low diacritics: ωκυδίνητος | Capitals: ΩΚΥΔΙΝΗΤΟΣ |
Transliteration A: ōkydínētos | Transliteration B: ōkydinētos | Transliteration C: okydinitos | Beta Code: w)kudi/nhtos |
[ῑ], Dor. -ᾱτος, ον,
A quick-whirling, ἅμιλλαι Pi.I.5(4).6.
ὠκῠδίνητος: Δωρ. -ᾶτος, ον, ταχέως περιδινούμενος, ἅμιλλαι Πινδ. Ι. 5 (4), 7.
ος, ον :
qui tourne ou se meut rapidement.
Étymologie: ὠκύς, δινέω.