ἐνήλατον
Ἡ φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genus → Natur ist überlegen jedem Unterricht
English (LSJ)
τό, (ἐνελαύνω)
A anything driven in: as Subst. mostly pl., ἐνήλατα (sc. ξύλα), τά, I the four rails, which make the frame of a bedstead, ἐ. ξύλα S.Fr.315, cf. Ph.1.666 (Att. κραστήρια, acc. to Phryn.155): later in sg., ἐνήλατον, τό, bedstead, Sor.2.61; τὸ τῆς κλίνης ἐ. PSI6.616.17 (iii A.D.). II rungs of a ladder, which are fixed in the poles or sides, κλίμακος ξέστ' ἐνηλάτων βάθρα E.Ph.1179; ἄκρα κλιμάκων ἐνήλατα Id.Supp.729. III ἀξόνων ἐνήλατα the pins driven into the axle, linchpins, Id.Hipp.1235. IV ἐνήλατον· μέρος νεώς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 840] τό, das Hineingetriebene, sc. ξύλον; – a) κλιμάκων ἐνήλατα, die langen Leiterbäume, zwischen welchen die Sprossen eingefügt sind, od. die Leitersprossen selbst; an Ersteres ist Eur. Phoen. 1186, κλίμακος ἀμείβων ξέστ' ἐνηλάτων βάθρα, vom Kapaneus, der die Sturmleiter hinaufsteigt, an Letzteres mehr Suppl. 751, ἐς ἄκρα βῆναι κλιμάκων ἐνήλατα zu denken. – b) ἀξόνων ἐνήλατα, der Pflock in der Achse vor dem Rade, Eur. Hipp. 1235. – c) die vier Hölzer des Bettrahmens, durch welche die Gurte, die den Boden des Bettes bilden, gezogen werden, die sogenannten Bettstollen, Soph. bei Poll. 10, 34, wofür Phryn. κραστήρια als att. empfiehlt, vgl. Lob. dazu p. 178 u. Artemid. 1, 74.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνήλατον: τό, (ἐνελαύνω) πᾶν τὸ ἐλαθέν, ἐμπηχθὲν ἐντός: ὡς οὐσ. ἐνήλατα (ἐνν. ξύλα), τά, Ι. αἱ τέσσαρες δοκοὶ αἱ σχηματίζουσαι τὰς πλευρὰς τῆς κλίνης, Λατ. spondae, Σοφ. Ἀποσπ. 295, Φίλων 1. 666, κτλ.· ἴδε Λοβέκκ. εἰς Φρύν. 132. ΙΙ. αἱ εἰς τὰ δύο ὀρθὰ ξύλα τῆς κλίμακος ἐμπεπηγμέναι βαθμίδες, κλίμακος ἀμείβων ξεστ᾿ ἐνηλάτων βάθρα, «τὰς βάσεις τῶν ἐνηλάτων τῆς κλίμακος» (Σχόλ.), Εὐρ. Φοίν. 1179· ἄκρα κλιμάκων ἐνήλατα ὁ αὐτ. Ἱκ. 729. ΙΙΙ. ἀξόνων ἐνήλατα, «οἱ πασσαλίσκοι οἱ πρὸς τῷ ἄξονι, τὰ καλούμενα ἁμαξηδόνια... τὰ ἐμβαλλόμενα πρὸς τῷ ἄξονι, ὥστε μὴ ἐξιέναι τὸν τροχόν» (Σχόλ.), Εὐρ. Ἱππ. 1235.
Spanish (DGE)
(ἐνήλᾰτον) -ου, τό
1 larguero de madera, parte del armazón de una cama o litera τῆς κλίνης τὸ ἔξω ἐ. el larguero externo del lecho Artem.2.9 (p.114), cf. Ph.1.666, PBon.42.5 (I a.C.) en BL 4.10, Phryn.149, Sor.4.4.36
•armazón de madera de la cama τὸ τῆς κλίνης ἐ. PSI 616.17 (III a.C.), cf. Sor.4.5.5.
2 puente de la lira, S.Fr.314.316.
3 peldaño de una escalera κλίμακος ἐνήλατα E.Supp.729, cf. Ph.1179.
4 perno ἀξόνων τἐνήλατα los pernos de los ejes del carro, E.Hipp.1235, cf. Sch.A.Th.153n.
5 náut. parte de una nave Hsch.