ἰουλώδης
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
[ῐ], ες,
A scolopendra-like, Arist.PA682a5.
German (Pape)
[Seite 1257] ες, dem Vielfuß ähnlich, von einer Insektenart, Arist. part. an. 4, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἰουλώδης: -ες, (εἶδος) = σκολοπενδρώδης, ὅμοιος πρὸς σκολόπενδραν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 56.