θυρσοειδής
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
English (LSJ)
ές,
A thyrsus-like, Dsc.3.17.
German (Pape)
[Seite 1227] ές, thyrsusartig, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
θυρσοειδής: -ές, ὅμοιος θύρσῳ, Διοσκ. 3. 19.