καλλίκερως
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
German (Pape)
[Seite 1310] ωτος, schön gehörnt, καλλίκερων ἔλαφον Antip. Th. 60 (IX, 603), καλλίκερω ταύρου Crinag. (VII, 744).
Greek (Liddell-Scott)
καλλίκερως: ὁ, ἡ, ἔχων καλὰ κέρατα, Ἀνθ. Π. 7. 744., 9. 603. ΙΙ. = αἰγόκερως, Γαλην. τ. 13. 355.