κατασταλτικός

From LSJ
Revision as of 10:03, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασταλτικός Medium diacritics: κατασταλτικός Low diacritics: κατασταλτικός Capitals: ΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΟΣ
Transliteration A: katastaltikós Transliteration B: katastaltikos Transliteration C: katastaltikos Beta Code: katastaltiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fitted for checking, opp. ἐγερτικός, c. gen., S.E.M.6.19; ὑπερσαρκωμάτων Dsc.2.4, cf. Antyll. ap. Orib.6.23.2; κ. φάρμακα Gal.14.763.    II sedate, τὸ θηλύτερον -σταλτικώτερον Ptol. Tetr.172.    III -κή, ἡ, the plant βατράχιον, Apul.Herb.8.

Greek (Liddell-Scott)

κατασταλτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς καταστολήν, περιορισμὸν ἢ ἀναχαίτισιν, ἀντίθετον τῷ ἐγερτικός, μετὰ γεν., μέλη κατ. ἢ ἐγερτικὰ τῆς ψυχῆς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 19· κ. φάρμακα, ἅπερ καὶ ἀνασταλκτικὰ καὶ σταλτικὰ λέγονται Γαλην., Φώτ.