καταισθάνομαι
From LSJ
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
English (LSJ)
A perceive, τι S.OT422.
German (Pape)
[Seite 1351] (s. αἰσθάνομαι), verstärktes simplex, ὅταν καταίσθῃ τὸν ὑμέναιον Soph. O. R. 422.
Greek (Liddell-Scott)
καταισθάνομαι: ἀποθ., ἐντελῶς ἀντιλαμβάνομαί τινος, τι Σοφ. Ο. Τ. 422.
French (Bailly abrégé)
ao.2 sbj. 3ᵉ sg. καταίσθῃ;
s’apercevoir de, apprendre, acc..
Étymologie: κατά, αἰσθάνομαι.