κατασπιλάζω

From LSJ
Revision as of 11:40, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασπῐλάζω Medium diacritics: κατασπιλάζω Low diacritics: κατασπιλάζω Capitals: ΚΑΤΑΣΠΙΛΑΖΩ
Transliteration A: kataspilázō Transliteration B: kataspilazō Transliteration C: kataspilazo Beta Code: kataspila/zw

English (LSJ)

(σπιλάς B)

   A spot, stain, Hsch.    2 = κατακρύπτω, Anon. ap. EM495.42.    II (σπιλάς C) swoop down upon, as a sudden storm, Ph.Fr.28 H., Suid. s.v. κατεσπίλασεν.

German (Pape)

[Seite 1380] beflecken, Hesych. erkl. μολύνω. – Unvermuthet überfallen, Suid., K. S.

Greek (Liddell-Scott)

κατασπῐλάζω: σπίλους καταχέω, κηλιδώνω, «λερώνω», τινός, Ἡσύχ. ΙΙ. ἐπέρχομαι ἀπροσδοκήτως, ἐπιφαίνομαι ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν σπιλάδων, δηλ. ὑφάλων πετρῶν, αἵτινες ὑπὸ ὕδατος καλυπτόμενοι τοῖς ἀπροόπτως προσπελάζουσι κίνδυνον ἐπιφέρουσιν, Μ. Ἐτυμ. σ. 495. 42, (σπιλὰς) Κύριλλ.