κισσοφάγος
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
[ᾰ], ον, Att. κιττ-,
A ivy-eating, Longus 3.5.
German (Pape)
[Seite 1443] Epheu essend, Longus 3, 5.
Greek (Liddell-Scott)
κισσοφάγος: -ον, Ἀττ. κιττ-, ὁ ἐσθίων κισσόν, Λόγγ. 3. 5.