κισσοφάγος
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
[ᾰ], ον, Att. κιττ-, ivy-eating, Longus 3.5.
German (Pape)
[Seite 1443] Epheu essend, Longus 3, 5.
Greek (Liddell-Scott)
κισσοφάγος: -ον, Ἀττ. κιττ-, ὁ ἐσθίων κισσόν, Λόγγ. 3. 5.
Greek Monolingual
κισσοφάγος, αττ. τ. κιττοφάγος, -ον (Α)
αυτός που τρώγει κισσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. αόρ. β' ἔ-φαγ-ον του ἐσθίω), πρβλ. σαρκοφάγος, φυτοφάγος.