ἁμαξοκυλιστής
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
English (LSJ)
οῦ, ὁ, (κυλίνδω)
A down-roller (i.e. destroyer) of wagons: in pl., name of a Megarian family, Plu.2.304e.
German (Pape)
[Seite 116] ὁ, Karrenschieber? Als γένος Μεγαρικόν Plut. qu. gr. 59.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαξοκῠλιστής: -οῦ, ὁ, (κυλίνδω) ὁ κατακυλινδῶν, δηλ. καταστρέφων ἁμάξας: οἱ Ἁμαξοκυλισταὶ ἦσαν Μεγαρική τις οἰκογένεια, Πλουτ. 2. 304Ε.