ἀναμορφωτής
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
English (LSJ)
οῦ, ὁ, Hsch.
A s.v. εἰδοποιός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμορφωτής: ὁ, ὁ ἀναμορφῶν, καθ’ Ἡσύχ. «εἰδοποιός».
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ que da nueva forma Hsch.s.u. εἰδοποιός.