ἀποδειλίασις
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
εως, ἡ,
A cowardice, Plb.3.103.2; ἀ.πρόστινα Plu.Alex. 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδειλίᾱσις: -εως, ἡ, τὸ ἀποδειλιᾶν, μεγάλη δειλία, φόβος καὶ τρόμος, Πολύβ. 3. 103, 2· ἀπ. πρός τινα Πλουτ. Ἀλέξ. 13.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
crainte, lâcheté.
Étymologie: ἀποδειλιάω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
cobardía Plb.3.103.2, Plb.35.4.4, πρὸς Ἰνδούς Plu.Alex.13.