ἀφύσητος
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
[ῡ], ον,
A not inflated, ἀσκός Hp.Art.47,77.
German (Pape)
[Seite 416] nicht aufgeblasen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφύσητος: [ῡ], -ον, ὁ μὴ φυσηθείς, μὴ φουσκωθείς, ἀσκὸς Ἱππ. π. Ἄρθ. 814, 837.
Spanish (DGE)
-ον no hinchado, ἀσκός Hp.Art.47, 77.