βοαγός
From LSJ
Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick
English (LSJ)
ὁ,
A v. βουαγός:—hence βο-ᾱγίδης, ου, ὁ, of Heracles, Lyc. 652.
Greek (Liddell-Scott)
βοᾱγός: ὁ, ἴδε ἐν λ. βουαγός: ― βοαγίδης, ὁ περὶ τοῦ Ἡρακλέους, Λυκ. 652.