βουαγός

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουαγός Medium diacritics: βουαγός Low diacritics: βουαγός Capitals: ΒΟΥΑΓΟΣ
Transliteration A: bouagós Transliteration B: bouagos Transliteration C: vouagos Beta Code: bouago/s

English (LSJ)

v. sub βουαγόρ.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
• Alolema(s): βουαγόρ IG 5(1).294.1, 305.6, 307.4, Hsch.; βοαγός IG 5(1).257.1, 523.2; βοαγόρ IG 5(1).292.6, 312.4
jefe de una agrupación infantil o ἀγέλη en Esparta IG 5(1).283, ll.cc. (todas Laconia II/III d.C.), Hsch.l.c., cf. βουσόα.

German (Pape)

[Seite 455] Inscr., u. βουάγωρ, Hesych., Anführer einer solchen Abtheilung.

Greek Monolingual

βουαγός και βουαγόρ και βοαγός, ο (Α)
αρχηγός, εκπαιδευτής μιας βούας στην αρχαία Σπάρτη, αγελάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βούα + άγω. Το -α- του συνθέτου είναι μακρό. Ο επιγραφικός τ. βοαγός οφείλεται σε μετρικούς λόγους].