βουαγός
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
v. sub βουαγόρ.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): βουαγόρ IG 5(1).294.1, 305.6, 307.4, Hsch.; βοαγός IG 5(1).257.1, 523.2; βοαγόρ IG 5(1).292.6, 312.4
jefe de una agrupación infantil o ἀγέλη en Esparta IG 5(1).283, ll.cc. (todas Laconia II/III d.C.), Hsch.l.c., cf. βουσόα.
German (Pape)
[Seite 455] Inscr., u. βουάγωρ, Hesych., Anführer einer solchen Abtheilung.
Greek Monolingual
βουαγός και βουαγόρ και βοαγός, ο (Α)
αρχηγός, εκπαιδευτής μιας βούας στην αρχαία Σπάρτη, αγελάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βούα + άγω. Το -α- του συνθέτου είναι μακρό. Ο επιγραφικός τ. βοαγός οφείλεται σε μετρικούς λόγους].