διάδικος
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
English (LSJ)
τὸ εἰς δίκην καλεῖν (Att.), Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
διάδῐκος: ὁ, τὸ ἕτερον τῶν δικαζομένων μερῶν, Ἰω. Χρυσ. 6, 806, Ἰσίδ. Πηλουσ. κτλ.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ jur. parte contraria, adversario en un litigio Cod.Iust.3.10.1.1, Bass.Suppl.p.45.29, Iust.Edict.7.1, 2, ὡς καὶ δ. καὶ κριτὴς καὶ δήμιος αὐτῶν γενέσθαι Isid.Pel.Ep.M.78.537A, cf. MAMA 4.325 (Galacia IV/V d.C.), Chrys.M.59.759.