διαφύομαι
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
Pass., fut.
A -φύσομαι Philostr.Jun.Im.13: with aor. 2 Act. διέφῡν: pf. διαπέφῡκα:—germinate, of seeds, Thphr.CP2.17.7. II to be disjoined, διαφύντος ἑνός Emp.17.10. III grow between, Arist.Fr.335, Thphr.CP3.7.9; intervene, χρόνος διέφυ καὶ πάντα ἐξήρτυτο Hdt.1.61; βαθὺς δ. αὐλών Eratosth.8. IV to be different from, ἀπ' ἀλλήλων Philostr.Im.2.32. V to be inseparably connected with, τινός Philostr.Jun. l.c.; to identify oneself with, τυραννίδος Plu.Dio12; to be intimately acquainted with, τῶν Ἑλληνικῶν D.C.72.6, cf. 77.13; δι' ὅλης τῆς Ἰταλίας to pervade, leaven all Italy (of Sulla's veterans), Plu.Cic.14. [ῡ only metri gr., Eratosth. l. c.]
Greek (Liddell-Scott)
διαφύομαι: μέσ. ἀόρ. β’ διέφῡν, πρκμ. διαπέφῡκα·- ἀναφύομαι διὰ μέσου, ἐπὶ βλαστημάτων, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 2. 17, 7. ΙΙ. ἐξαρθροῦμαι, ἀποχωρίζομαι, διαφύντος Ἑνὸς Ἐμπεδ. 71, πρβλ. 66. ΙΙΙ. φύομαι μεταξύ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 316, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 7, 9.·- παρεμπίπτω, χρόνος διέφυ καὶ πάντα ἐξήρτυτο Ἡρόδ. 1. 61. IV. εἶμαι διάφορος, τινος Φιλόστρ. 884. V. φύομαι μετά τινος, ἔχω στενὴν μετ’ αὐτοῦ σχέσιν, τινος Πλούτ. Δίωνι 12, Κικ. 14, ἴδε Wyttenb. παρὰ Schäf. ἐν τόπῳ. [ῡ μόνον ἐν ἄρσει, Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀθην. 189D].