δισσάρχης
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
ου, ὁ,
A joint-ruling, δισσάρχαι βασιλεῖς S.Aj.390 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
δισσάρχης: -ου, ὁ, ἀπὸ κοινοῦ ἄρχων, δισσάρχαι βασιλεῖς, οἱ δύο ἄρχοντες βασιλεῖς, Σοφ. Αἴ. 390.
Spanish (DGE)
-ου
que comparte el gobierno con otro τούς τε δισσάρχας ... βασιλῆς S.Ai.389.