δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
[Seite 662] = δουλογνώμων, Sp.
δουλότροπος: -ον, ὁ ἔχων ἤθη, τρόπους δούλου, Γρ. Νύσσ. 3, 254.
-ον servil σκευωρία Ast.Am.Hom.14.10.6.