δρυοπαγής

From LSJ
Revision as of 12:04, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_12)

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392

German (Pape)

[Seite 669] ές, aus Holz zusammengefügt; στόλος oder στύλος Soph. frg. 629; VLL. ὁ δρύϊνος πάσσαλος.

Greek (Liddell-Scott)

δρυοπᾰγής: -ές, ἐκ ξύλων δρυὸς κατεσκευασμένος, Σοφ. Ἀποσπ. 629, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 743.

Spanish (DGE)

(δρυοπᾰγής) -ές hecho de madera στόλος S.Fr.702.