δυσωπητικός
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
English (LSJ)
ή, όν,
A importunate, Id.105.15 (Comp.), etc. Adv. -κῶς Sch.Ar.Pl.21 (v.l. -ωπικῶς).
German (Pape)
[Seite 692] ή, όν, beschämend; bittend; K. S.
Greek (Liddell-Scott)
δυσωπητικός: -ή, -όν, ἐντροπιαστικός, παρακλητικός, Εὐστ. 105. 15, κτλ.- Ἐπίρρ.-κῶς Κλήμ. Ἀλ. 547.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1que causa pudor o vergüenza δυσωπητικώτερον εἰσήνεγκεν ἡμῖν, τὴν συμπάθειαν καὶ τὸ ὁμότιμον Gr.Naz.M.35.1060A.
2 molesto, inadecuado de una construcción gramatical, Eust.105.15.
II persuasivo, convincente λόγος Origenes Cels.2.11, τὰ παλαιὰ τῶν δογμάτων Basil.Spir.71.21.
III adv. -ῶς
1 de manera desvergonzada ἔπαιξε δὲ ἅμα χαριέντως καὶ δ. Sch.Ar.Pl.21d.
2 de forma recriminatoria, censurando δ. ... εἴργει Tat.Fr.5, αὐτὸς ὁ Σωτὴρ δ. πρὸς αὐτοὺς τοὺς Ἰουδαίων ἄρχοντας προύτεινεν Eus.M.23.985A.