ἑκηβολία
English (LSJ)
Ep. ἑκηβολίη, ἡ,
A skill in archery, Il.5.54 (pl.) : later in sg., Call. Ap.99,Str.8.3.33, AP6.26 (Jul.).
German (Pape)
[Seite 759] ἡ, die Kunst, weit zu schießen u. zu treffen, Il. 5, 54, im plur., u. Sp., wie Strab. VIII, 357 u. Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκηβολία: ἡ, τὸ ἑκηβολεῖν, οὐδὲ ἑκηβολίαι Ἰλ. Ε. 54, Ἀνθ. Π. 6. 26· «ἑκηβολίαι· προέσεις τῶν βελῶν, μακροβολίαι» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
l’art de lancer de loin ou au loin.
Étymologie: ἑκηβόλος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Call.Ap.99, Nonn.D.29.81
disparo desde lejos o disparo certero con el arco Il.5.54, ἑ. ... χρυσέων τόξων Call.l.c., αἱ ... ξυναὶ ... ἑκαβολίαι Call.Lau.Pall.112, σκολιαὶ ... ἑκηβολίαι AP 7.29 (Antip.Sid.), cf. Str.8.3.33, (θεός) ταῖς ἑκηβολίαις ἀπολεῖ τοὺς δυσμενεῖς Ph.2.127, ἴαλλε σφῇσιν ἑκηβολίῃσιν Q.S.11.442, φονίη ἑ. Nonn.l.c., cf. D.37.746, Sopat.Rh.ad Hermog.4.p.765, AP 6.26 (Iul.Aegypt.), 6.75 (Paul.Sil.), δολιχὴ ... ἑ. AP 16.173 (Iul.Aegypt.).