ἐπιτευκτικός
μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods
English (LSJ)
ή, όν,
A able to attain or achieve, ἕξις ἐ. τῶν βελτίστων Arist.MM1199a8, cf. Phld.Vit.p.24J. ; σύνεσις ἐ. τοῦ μετρίου D.H.Pomp.5, cf. Arr.Epict.3.12.5. Adv. -κῶς Phld.Rh.1.74S. 2 abs., successful, effective, φάρμακον Paul.Aeg. 3.78 ; ζῆλος Plb.10.22.7. b Subst. -κόν, τό, spell, charm for securing success, PMag.Leid.W.8.28 (pl.). II advantageous, favourable, χώρα Plb.2.29.3 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 991] ή, όν, zum Erreichen seiner Absicht geschickt, zum Erlangen geeignet, glücklich, ζῆλος Pol. 10, 25, 7; χώρα ἐπιτευκτικωτάτη, günstigste, Pol. 2, 29, 2. – Akt. erreichend, treffend, τινός, D. Hal. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτευκτικός: -ή, -όν, (ἐπιτυγχάνω) ὁ δυνάμενος νὰ ἐπιτύχῃ, Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 2. 3, 1, Διον. Ἁλ. π. Πομπ. 5. 2) ἀπολ., ἐπιτυχής, ἀποτελεσματικός, φάρμακον Παῦλ. Αἰγ. 3. 78· ζῆλος Πολύβ. 10. 25, 7. ΙΙ. ἀσφαλής, τὴν ἐπιτευκτικωτάτην (δηλ. χώραν) ὁ αὐτ. 2. 29, 3.