ἑπταμερής
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
ές,
A having seven parts, ψυχῆς τὸ ἄλογον ἑ. Ph.1.45, cf. Procl.in Ti.2.209D.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπταμερής: -ές, ὁ συγκείμενος ἐξ ἑπτὰ μερῶν, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Τίμ. σ. 204, ἔκδ. Βασιλ.