εὔσκεπτος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A easy to examine, σκέψις Pl.Phlb.65d.
German (Pape)
[Seite 1098] leicht zu betrachten, σκέψις Plat. Phil. 65 d, die leicht anzustellende Untersuchung.
Greek (Liddell-Scott)
εὔσκεπτος: -ον, εὐκόλως ἐξεταζόμενος, εὔσκεπτόν γε καὶ ταύτην σκέψιν προβέβληκας Πλάτ. Φίληβ. 65D.