θεμελιωτής
From LSJ
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A founder, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1193] ὁ, der Gründer.
Greek (Liddell-Scott)
θεμελιωτής: -οῦ, ὁ, ὁ θεμελιῶν, καταβάλλων τὸ θεμέλιον, ἱδρυτής, Γλωσσ.
Full diacritics: θεμελῐωτής | Medium diacritics: θεμελιωτής | Low diacritics: θεμελιωτής | Capitals: ΘΕΜΕΛΙΩΤΗΣ |
Transliteration A: themeliōtḗs | Transliteration B: themeliōtēs | Transliteration C: themeliotis | Beta Code: qemeliwth/s |
οῦ, ὁ,
A founder, Gloss.
[Seite 1193] ὁ, der Gründer.
θεμελιωτής: -οῦ, ὁ, ὁ θεμελιῶν, καταβάλλων τὸ θεμέλιον, ἱδρυτής, Γλωσσ.