ἰσαμέριος
From LSJ
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
English (LSJ)
ου, Dor. for ἰσημέριος,
A lasting an equal time, φύλλοις αἰγείρου S.Fr.593.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσᾱμέριος: -ον, Δωρ. ἀντὶ ἰσημέριος, διαρκῶν ἴσον χρόνον, Σοφ. Ἀποσπ. 692.