κακοθερής
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
English (LSJ)
ές,
A unfitted to endure summer heat, φύσεις Sor.1.41.
Greek (Liddell-Scott)
κακοθερής: -ές, = κακοθέρειος, κακοθερεῖς φύσεις Σωραν. Ἐφέσ. ἔκδ. Erm. σ. 55.