καλλιάζω
From LSJ
θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
English (LSJ)
A to be a member of the κάλλιον (q.v.) at Cyzicus, IGRom.4.153,157:—also καλλῐ-αρχέω, to be president of the κάλλιον (q.v.) at Cyzicus, CIG3661.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιάζω: ῥῆμα ἀπαντῶν ἐν Κυζικηναῖς Ἐπιγραφ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 3662-4), ἔνθα φαίνεται ὅτι σημαίνει τὰ καθήκοντα ἢ τὴν ὑπηρεσίαν ἱερῶν τινων λειτουργῶν, ὧν ἀρχηγὸς ἦν ὁ καλλιαρχῶν, αὐτόθι 3661-2. Ὁ Böckh (σ. 921) σχετίζει τὴν λέξιν μετὰ τοῦ κάλλιον, τό, ὄνομα δικαστηρίου τινὸς ἐν Ἀθήναις καὶ ὡσαύτως = τέμενος, Α. Β. 1. 269, 270, 309, Ἡσύχ.