κέδριον
From LSJ
ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμία → accordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)
German (Pape)
[Seite 1411] τό, = κεδρέλαιον, Diosc. – Bei Ath. III, 84 d ist κεδρίον = κιτρίον; gehol. Nic. Al. 118 erkl. κεδρία durch ψήγματα τῆς κέδρου.
Greek (Liddell-Scott)
κέδριον: τό, = κεδρέλαιον, Λατ. cedrium, Βιτρούβ. 2. 9, Πλίν. 16. 21.