κεδρίτης
From LSJ
πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)
English (LSJ)
[ῑ] οἶνος, ὁ, Wine
A flavoured with κεδρία, Dsc.5.37.
German (Pape)
[Seite 1411] οἶνος, mit der Frucht der Ceder abgezogener Wein, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κεδρίτης: οἶνος, ῑ, ὁ, οἶνος παρεσκευασμένος ἐκ κεδρίων ἢ κέδρων, Διοσκ. 5. 57.