κεφαλαλγικός
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
English (LSJ)
ή, όν,
A suffering from headache, Hp.Coac.283; inclined to headache, Gal.6.438, 15.125. II causing headache, Diocl.Fr.126, Gal.17(2).754. III τὰ κ. symptoms of headache, Hp.Prorrh.1.103.
German (Pape)
[Seite 1428] ή, όν, zum Kopfschmerze gehörig, geneigt, Galen.; – Kopfschmerz verursachend, Ath. I, 26 c II, 53 e.
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰλαλγικός: -ή, -όν, ὑποκείμενος εἰς κεφαλαλγίαν, Γαλην. τ. 6. σ. 438, 5. ΙΙ. ἐπιφέρων κεφαλαλγίαν, Γαλην. παρ᾿ Ἀθην. 26C, 53Ε.