κιρσώδης
From LSJ
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
English (LSJ)
ες,
A = κιρσοειδής, Hp.Prorrh.2.10, Gal.UP14.7 (Comp.), 10.
German (Pape)
[Seite 1442] ες, = κιρσοειδής, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
κιρσώδης: -ες, = κιρσοειδής, Ἱππ. 94C, Γαλην.