κραταίπους

From LSJ
Revision as of 19:28, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰταίπους Medium diacritics: κραταίπους Low diacritics: κραταίπους Capitals: ΚΡΑΤΑΙΠΟΥΣ
Transliteration A: krataípous Transliteration B: krataipous Transliteration C: krataipous Beta Code: kratai/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, -πουν, τό, gen. ποδος,

   A stout-footed, ἡμίονοι Hom. Epigr.15.9; cf. καρταίπους.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰταίπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ἔχων ἰσχυροὺς πόδας, ἡμίονοι Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 15. 9· ― καρταίπους κεῖται ἀπολ. ἀντὶ τοῦ ταῦρος ἐν Πινδ. Ο. 13. 114, ― πιθ. ἔκ τινος Χρησμοῦ· ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. αίποδος
aux pieds robustes ou fermes.
Étymologie: κραταιός, πούς.