κρεηδόκος
From LSJ
Ἡ φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur
English (LSJ)
ον,
A = κρειοδόκος, AP6.101 (Phil.).
Greek (Liddell-Scott)
κρεηδόκος: ον κρειοδόκος, Ἀνθ. Π. 6. 101.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. κρειοδόκος.